- Αθήνηθεν
- Ἀθήνηθεν επίρρ. (Α) [Ἀθῆναι]από την Αθήνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀθήνηθεν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγοράζω — (Α) αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε») … Dictionary of Greek
κιττός — (4ος; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης. Έγινε γνωστός από αμφορέα που ανακαλύφθηκε στην Ταύχειρα της Κυρηναϊκής (Λιβύη), που φέρει την παράσταση των παναθηναϊκών αμφορέων, δηλαδή την Αθηνά να κραδαίνει το δόρυ και δύο κολόνες από τις δύο πλευρές, πάνω… … Dictionary of Greek
κρηπιδοπώλης — κρηπιδοπώλης, ὁ (AM) αυτός που πωλούσε κρηπίδες, δηλ. υποδήματα («ἥκειν τις Ἀθήνηθεν λέγεται κρηπιδοπώλης», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρηπίς, ῖδος (Ι) + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
συμβόλαιο — το / συμβόλαιον, ΝΑ νεοελλ. 1. (νομ.) α) έγγραφη συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων πάνω σε μια έννομη σχέση β) δημόσιο έγγραφο, αποδεικτικό ή και συστατικό ορισμένης δικαιοπραξίας, το οποίο συντάσσεται από συμβολαιογράφο κατά την… … Dictionary of Greek
συνεκβάλλω — ΝΜΑ [ἐκβάλλω] αποβάλλω κάτι συγχρόνως νεοελλ. αρχ. (αμτβ.) (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι μαζί με κάποιον άλλον («συνεκβάλλουσιν εἰς τὸν Εὔξεινον», Αιλ.) αρχ. εκδιώκω κάποιον μαζί ή από κοινού με κάποιον άλλον («τοὺς τυράννους συνεκβαλεῑν… … Dictionary of Greek
υπηρεσία — η / ὑπηρεσία, ΝΜΑ [ὑπηρέτης] 1. εξυπηρέτηση, εκδούλευση, προσφορά (α. «προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στο έθνος» β. «τίς αὕτη ἡ ὑπηρεσία ἐστὶ τοῑς θεοῑς», Πλάτ. γ. «ἣν δουλείαν οὖσαν ἔφασκες καὶ ὑπηρεσίαν ἀποδείξειν», Αριστοφ.) 2. το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
Наречие — (калька лат. adverbium, греч. ἐπίῤῥημα) лексико грамматический класс неизменяемых, как правило, слов, обозначающих признак действия, качества или предмета и выступающих в синтаксической функции обстоятельства или определения, реже сказуемого.… … Лингвистический энциклопедический словарь